- σιδηροβλάστη
- η, Νιατρ. εμπύρηνο ερυθρό αιμοσφαίριο τού μυελού τών οστών, το οποίο περιέχει φερριτίνη υπό μορφή ελεύθερων κοκκίων ή μεγαλύτερων σωματίων και εμφανίζεται, κυρίως, κατά την σιδηροαχρηστική αναιμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.